Τρίτη 29 Μαρτίου 2016


41 χρόνια Δημοτικών εκλογών μετά τη Μεταπολίτευση.
Η άγνωστη επέτειος. 


41 χρόνια πριν, στις 30 Μαρτίου 1975, έγιναν οι πρώτες δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση.

Η χώρα μόλις είχε βγει από την 7χρονη δικτατορία και έψαχνε τα βήματά της στην επανασύσταση της δημοκρατίας, ένα από τα βάθρα της οποίας ήταν και είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση. 

Η δημοκρατική νομιμότητα αποκαταστάθηκε και στους δήμους. Στη θέση των διορισμένων από το δικτατορικό καθεστώς δημοτικών αρχόντων ανέλαβαν υπηρεσιακά καθήκοντα οι δήμαρχοι του 1964 εν όψει των εκλογών που θα γίνονταν σε δύο γύρους, στις 30 Μαρτίου και στις 6 Απριλίου 1975. 

Τα δημοσιεύματα της εποχής είναι χαρακτηριστικά του κλίματος που επικρατούσε:

«Ο υπουργός των Εσωτερικών κ. Κ. Στεφανόπουλος ανεκοίνωσε ότι σύμφωνα με το νόμο η ψηφοφορία κατά τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές είναι υποχρεωτική. Επίσης οι ετεροδημότες εφ’ όσον διαμένουν κάτω των 200 χιλιομέτρων από τον τόπο που έχουν εκδώσει το εκλογικό τους βιβλιάριο, έχουν υποχρέωσι να μεταβούν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Ο κ. υπουργός ανεκοίνωσε ότι κάθε υποψήφιος δήμαρχος, δημοτικός ή κοινοτικός σύμβουλος δικαιούται να εκθέση υποψηφιότητα σε οιονδήποτε δήμο ή κοινότητα έστω κι αν δεν είναι δημότης τούτου, αρκεί να υποβάλη σχετική δήλωσι στο δήμο ή στην κοινότητα ότι είναι υποψήφιος, οπότε αυτομάτως εγγράφεται στα δημοτολόγια χωρίς άλλη διαδικασία. Εάν τυχόν δεν εκλεγή ως δήμαρχος ή κοινοτικός σύμβουλος διαγράφεται αμέσως των δημοτολογίων».

Γράφουν ακόμη οι εφημερίδες, μοναδικό τότε μέσο έγκυρης πληροφόρησης του κόσμου:

«Το Σάββατο η ανακήρυξις των υποψηφίων Δημάρχων. Τα μεσάνυκτα της Παρασκευής, 14 Μαρτίου λήγει η προθεσμία για την υποβολή των δηλώσεων των συνδυασμών υπό των Δημάρχων και Κοινοταρχών στα αρμόδια Πρωτοδικεία και Ειρηνοδικεία. Η ανακήρυξις των συνδυασμών θα γίνει το Σάββατο από τα πρωτοδικεία και Ειρηνοδικεία».

Παράλληλα, ο υπουργός εσωτερικών συνιστούσε «αποφυγή αναμίξεως» στις εκλογές:

«Οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές ως και οι δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι είναι απολύτως επιβεβλημένον όπως απέχουν καθ’ όλη την διάρκειαν μέχρι της διενεργείας των δημοτικών και κοινοτικών εκλογών από κάθε ενέργεια ή εκδήλωση η οποία αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση ωρισμένου συνδυασμού ή υποψηφίου δημοτικού ή κοινοτικού άρχοντος. Τα ανωτέρω τονίζονται σε επείγουσα εγκύκλιο του υπουργού Εσωτερικών κ. Στεφανόπουλου η οποία απεστάλη προς τους νομάρχας όπως λάβουν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα ώστε οι δημοτικές και κοινοτικές εκλογές να διενεργηθούν κατά τρόπον αδιάβλητον».

Η ιστορία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των δημοτικών εκλογών στην Ελλάδα είχε πάντα ένα συναρπαστικό ενδιαφέρον.

Ως κατ’ εξοχήν δημοκρατικός θεσμός, πέρασε τις ταλαιπωρίες που γνώρισε το πολίτευμα, γενόμενος στόχος αυταρχικών και δικτατορικών καθεστώτων, ενώ οι πολιτικές  αντιπαραθέσεις και οι κοινωνικές συγκρούσεις τη συνοδεύουν διαρκώς στην ιστορική της διαδρομή. Δεν είναι λίγοι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του που διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή απολύθηκαν από τις θέσεις τους, επειδή δεν ήταν αρεστοί στην εξουσία.

Τα πρώτα βήματα 
Ο θεσμός, με μακρά παράδοση στον ελληνικό χώρο, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ιδιαίτερα κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας με τα εγιαλέτια, τα σατζάκια, τους καζάδες και τις κοινότητες, που συνιστούσαν τη βασική διοικητική δομή της οθωμανικής επικράτειας, αποτελώντας βασικό εργαλείο ελέγχου του σουλτάνου. 

Ωστόσο με τη σχετική αυτονομία που απολάμβαναν για την τήρηση της τάξης, για τα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ζητήματα και για τη διευθέτηση δικαστικών διαφορών, δημιουργήθηκαν συνθήκες που επέτρεψαν στους υπόδουλους πληθυσμούς να διατηρήσουν τη συνοχή τους και την ιδιαιτερότητα τους, αλλά και στους πρόκριτους να αποκτήσουν εξουσία που πολλές φορές την ασκούσαν αρνητικά. 

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, που μετά από πολλά χρόνια έγινε και …νόμος, επιχειρώντας να θέσει τέλος στην εξουσία των κοτζαμπάσηδων, με το διάταγμα της 13ης Απριλίου 1828, ενέταξε τις κοινότητες σε επαρχίες, τις οποίες διοικούσαν διορισμένοι έπαρχοι.

Οι πρόκριτοι εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να εκλέγονται στα κεφαλοχώρια, αλλά δεν είχαν πια παρά μόνο συμβουλευτικό ρόλο. Ο Ι. Καποδίστριας δολοφονήθηκε το 1831, αφού σε διάστημα τρεισήμισι χρόνων δημιούργησε κράτος από τα ερείπια. 

Στις 3-2-1830 με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, αναγνωρίζεται διεθνώς το ελληνικό κράτος.

Στις 15-4-1833 η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου οριοθετεί νέο διοικητικό χάρτη για τη χώρα, θέτοντας σε εφαρμογή το βασιλικό διάταγμα «Περί διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του».

Ωστόσο το καθεστώς της βαυαροκρατίας φοβόταν να εμπιστευτεί τη λαϊκή ψήφο, έτσι η ημερομηνία των εκλογών ορίστηκε με καθυστέρηση για δύο χρόνια μετά, το 1835 και με περιορισμένο εκλογικό σώμα, αφού εκλογικά δικαιώματα είχαν μόνο όσοι κατείχαν μεγάλη περιουσία και κατέβαλλαν φόρους.

Ταυτόχρονα, η κεντρική εξουσία χειραγωγούσε το νέο διοικητικό μηχανισμό μέσω του ελέγχου και μέσω της πολυδιάσπασης των αρμοδιοτήτων μεταξύ πολλών τοπικών αρχόντων. 

Έτσι, το 1834 εφτά αξιωματούχοι μοιράζονταν σε νομαρχιακό επίπεδο την εξουσία: ο νομάρχης, ο μητροπολίτης, ο έφορος, ο δημόσιος ταμίας, ο μοίραρχος της χωροφυλακής, ο επικεφαλής της υγειονομικής υπηρεσίας, ο επικεφαλής του σώματος των μηχανισμών. 

Οι αποφάσεις των δημοτικών αρχών δεν ίσχυαν, αν δεν εγκρίνονταν από το νομάρχη. 

Για την επιβολή δημοτικών φόρων χρειαζόταν βασιλική άδεια. Τα μέτρα που ψηφίζονταν από τα δημοτικά συμβούλια είχαν ισχύ μόνο, αν οι νομάρχες ή οι έπαρχοι δεν εξέφραζαν αντίρρηση εντός δεκαπενθημέρου από την κοινοποίηση των ψηφισμάτων. 

Η γυναικεία ψήφος

Χρειάστηκε να περάσει ένας αιώνας, για να ψηφίσουν γυναίκες στις δημοτικές εκλογές. Αυτό έγινε στις 11-2-1934, σε περιορισμένη όμως έκταση, αφού το δικαίωμα δόθηκε μόνο σε όσες είχαν συμπληρώσει τα 30 χρόνια και γνώριζαν ανάγνωση και γραφή.

Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας είχαν εγγραφεί μόλις 2.655 και τελικά ψήφισαν μόνο 439. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε για να αναγνωριστεί στις γυναίκες το δικαίωμα συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές. 

Σε βουλευτικές εκλογές, οι Ελληνίδες ψήφισαν για πρώτη φορά στις 19 Φεβρουαρίου 1956, οπότε η Λίνα Τσαλδάρη της ΕΡΕ και η Βάσω Θανασέκου της Δημοκρατικής Ένωσης κέρδισαν την είσοδό τους στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Μάλιστα η Λίνα Τσαλδάρη έγινε και η πρώτη γυναίκα υπουργός, αναλαμβάνοντας το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση Καραμανλή. Την ίδια χρονιά εξελέγη και η πρώτη γυναίκα Δήμαρχος, η Μαρία Δεσύλλα στην Κέρκυρα. 

Η νεότερη εποχή

Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα η Τοπική Αυτοδιοίκηση, πέρασε από διάφορες διοικητικές και γεωγραφικές αναδιαρθρώσεις, πάντα όμως αποδυναμωμένη και αποψιλωμένη από αρμοδιότητες και οικονομικούς πόρους.

Κατά τη δεκαετία του 1990, ψηφίστηκαν από τη Βουλή και τέθηκαν σε ισχύ δύο σημαντικοί νόμοι. Ο ένας αφορούσε τη δημιουργία του 2ου βαθμού αυτοδιοίκησης με την καθιέρωση των αιρετών νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων. Ο άλλος ήταν το σχέδιο "Καποδίστριας" για την κατάργηση των κοινοτήτων και τη συνένωσή τους σε 910 ενιαίους ισχυρούς δήμους και 124 κοινότητες.

Η τελευταία διοικητική μεταρρύθμιση που συντελέστηκε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση προέκυψε το 2011 με το νόμο 3852, γνωστό ως «Καλλικράτη», που μείωσε τον αριθμό των δήμων σε 325 και με βάση τον οποίο πορεύεται ο θεσμός στις μέρες μας, ψάχνοντας τη διοικητική του αυτοτέλεια και την οικονομική του αυτοδυναμία.    

Ωστόσο, το όραμα της δόμησης μιας ολοκληρωμένα αποκεντρωμένης πολιτείας, σήμερα, 41 χρόνια μετά τις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης, παραμένει μακρινό.

Χρειάζεται την προσπάθεια, τη συμμετοχή και τη συμβολή όλων των αυτοδιοικητικών δυνάμεων και κυρίως των ενεργών πολιτών της κοινωνίας μας.-

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Για τη Γυναίκα πρόσφυγα


Για την Ημέρα της Γυναίκας, τόσα χρόνια, μοιάζει να έχουμε προλάβει να πούμε τα πάντα. 

Έχουμε πανηγυρίσει για την υπογραφή της χάρτας της Ισότητας, έχουμε διοργανώσει εκδηλώσεις, έχουμε βροντοφωνάξει τα μηνύματά μας ενάντια στη βία κατά των γυναικών, έχουμε προσπαθήσει να προστατεύσουμε με κοινωνικές δομές τη γυναίκα που μεγαλώνει μόνη της τα παιδιά της, που υφίσταται βία σωματική, ψυχολογική ή κοινωνική λόγω της ανεργίας.
 

Η αλήθεια είναι πως παρ’ όλες τις τεράστιες προσπάθειες που έχουν καταβληθεί μέχρι σήμερα από την Τοπική Αυτοδιοίκηση ή από άλλους Φορείς και Οργανώσεις, υπάρχουν ακόμα τόσα πολλά που πρέπει να γίνουν.
Η σημερινή κατάσταση με τους συνεχείς πολέμους στη Μέση Ανατολή, την απελπιστική κατάσταση στη Συρία και την τρέχουσα αναταραχή στη Βόρεια Αφρική μπορεί πολύ εύστοχα να περιγράψει την πλήρη αποσύνδεση του κόσμου που ζούμε από αυτό που θέλουμε να ονομάζουμε Κοινωνική Δικαιοσύνη. Η καθημερινή μας εμπειρία από τις εικόνες των προσφυγικών ροών, από τις γυναίκες που περιπλανώνται στα χώματα της Ευρώπης μόνες, άρρωστες, φοβισμένες, με τα παιδιά στην αγκαλιά και τα βρέφη στα στήθη, είναι εικόνες που μόνο ντροπή προκαλούν.

Όταν, ως εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καλούμαστε να έρθουμε αντιμέτωποι με το σκληρό πρόσωπο της γυναίκας - πρόσφυγα, να κοιτάξουμε στα μάτια  εκείνες που ξεριζώνονται από τα σπίτια τους, ενώ στην ουσία δεν έχουμε τίποτα να τους πούμε για να απαλύνουμε το δράμα τους, τότε συνειδητοποιούμε πως το τρένο για τα δικαιώματα των γυναικών έχει πια χαθεί. Και αυτό είναι μια σκληρή παραδοχή.


Δυστυχώς, η αλήθεια της καθημερινότητας αυτών των πρώτων μηνών του 2016, βάζει σε δεύτερη μοίρα τον αγώνα για Ισότητα, για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος, στην εκπαίδευση, στην ελεύθερη βούληση της Γυναίκας. Αντιθέτως, φ
έρνει στο προσκήνιο την ανάγκη να βροντοφωνάξουμε για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά της επιβίωσης, της σίτισης, της αξιοπρέπειας της ύπαρξης μέσα από την ελευθερία. 

Τα βήματα που κάναμε όλα αυτά τα χρόνια, σήμερα κινδυνεύουν να μοιάζουν μάταια.
Για το λόγο αυτό πρέπει να αντιληφθούμε όλοι και όλες, από θέσεις ευθύνης ή μη, άμεσα, πριν η κατάσταση να είναι μη αναστρέψιμη, πως όσο πιο άνισος κι αν δείχνει πως είναι ο αγώνας για τις περισσότερες Γυναίκες του 21ου αιώνα στη διεκδίκηση των βασικών τους  δικαιωμάτων, τόσο περισσότερο πρέπει εμείς οι ελεύθερες, οι μη ξενιτεμένες, που έχουμε πρόσβαση όχι μόνο στην εκπαίδευση και την εργασία, αλλά και σε νερό και φαγητό, να τους δανείζουμε τις φωνές μας, να ταυτιζόμαστε μαζί τους, να νιώθουμε τις ανάγκες τους και να αγωνιζόμαστε γι’ αυτές. 

Κυριότερα όμως, να μάθουμε στα παιδιά, τα κορίτσια και τα αγόρια της χώρας μας να κάνουν το ίδιο. 

Τότε, ίσως και να ζωντανέψει ξανά η ελπίδα...